Check up κύησης – βιοπαθολογικές εξετάσεις 1ου τριμήνου με ορμόνες θυρεοειδούς

Εκτελούμε τις παρακάτω εξετάσεις από δείγμα αίματος ή/και ούρων της μέλλουσας μητέρας για την ανίχνευση πιθανών παθήσεων και λοιμώξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια ή την κύησή της, αλλά και την υγεία του κυοφορούμενου εμβρύου.

Γενική Αίματος

Η πιο σημαντική εξέταση αίματος, αφού τα ευρήματα της δίνουν πολύτιμες διαγνωστικές πληροφορίες για την κατάσταση και την εικόνα της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού. Σ’αυτήν μελετούνται τόσο ποσοτικά όσο και μορφολογικά όλα τα έμμορφα συσταστικά του αίματος. Η ποσοτική μελέτη αφορά τον ολικό αριθμό ή την εκατοστιαία αναλογία των αιμοσφαιρίων, δηλαδή των κυττάρων του αίματος (ερυθρών, λευκών, αιμοπεταλίων), ενώ μορφολογικά αναζητούνται μεταβολές ή αλλοιώσεις αναφορικά με το μέγεθος, το σχήμα, το είδος, καθώς και άλλων φυσικών χαρακτηριστικών των αιμοσφαιρίων.

Στη γενική εξέταση αίματος προσδιορίζονται η αιμοσφαιρίνη, ο αιματοκρίτης, ο αριθμός των ερυθροκυττάρων, των λευκοκυττάρων, των αιμοπεταλίων, καθώς επίσης και σειρά άλλων αιματολογικών στοιχείων με ιδιαίτερη σημασία το καθένα τους.

Ο προσδιορισμός όλων αυτών των στοιχείων είναι πολύ χρήσιμος για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων όπως:

  • μικροβιακών και ιογενών λοιμώξεων
  • αιμοσφαιρινοπαθειών και αναιμιών (κληρονομικών, αιμολυτικών, σιδηροπενικών)
  • αιμορραγιών ή θρομβώσεων και λευχαιμιών

Ομάδα αίματος-Ρέζους

Η ομάδα αίματος στην οποία ανήκετε δεν έχει καμία επίδραση στην καθημερινή σας ζωή, ενώ η παρουσία αντισωμάτων κατά των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι συνήθως ακίνδυνη. Ωστόσο, στη διάρκεια της κύησης είναι σημαντικό να γνωρίζετε την ομάδα αίματος στην οποία ανήκετε καθώς επίσης και εάν τυχόν διαθέτετε αντισώματα κατά των ερυθροκυττάρων. Η γνώση αυτή είναι σημαντική για τρεις κυρίως λόγους:

  • Σε περίπτωση που χρειαστείτε μετάγγιση αίματος

Στην απίθανη περίπτωση που θα χρειαστείτε μετάγγιση αίματος, το αίμα που θα επιλεγεί για εσάς θα πρέπει να είναι της ανάλογης ομάδας ΑΒΟ και Ρέζους D και επίσης να είναι κατάλληλο για τα αντισώματα κατά των ερυθροκυττάρων που πιθανόν να διαθέτετε.

  • Σε περίπτωση που έχετε αναπτύξει αντισώματα κατά των ερυθροκυττάρων

Αυτά τα αντισώματα θα μπορούσαν να βλάψουν το κυοφορούμενο έμβρυο, και για το λόγο αυτό θα χρειασθεί να λάβετε την απαιτούμενη αγωγή. Τα αντισώματα κατά των ερυθροκυττάρων, που τυχόν έχετε αναπτύξει, μπορούν να περάσουν από την κυκλοφορία του αίματός σας στο αίμα του εμβρύου. Τα αντισώματα μπορούν να καταστρέψουν τα ερυθροκύτταρα του εμβρύου εάν ανήκουν στη συγκεκριμένη ομάδα αίματος. Το σχεδιάγραμμα δείχνει πώς μπορεί να συμβεί αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το έμβρυο δεν υφίσταται καμία βλάβη. Ωστόσο, με κάποια αντισώματα, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, το μωρό μπορεί να γίνει αναιμικό και να εμφανίσει ίκτερο μετά τη γέννηση. Η πάθηση αυτή είναι γνωστή ως “αιμολυτική νόσος των νεογνών”.

  • Σε περίπτωση που διαπιστώσετε είστε D αρνητική

Πιθανόν να πρέπει να υποβληθείτε σε πρόσθετη θεραπεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και/ή μετά τον τοκετό. Είναι σημαντικό για τη μέλλουσα μητέρα να ανακαλύψει έγκαιρα εάν έχει ομάδα αίματος D αρνητικό, έτσι ώστε να ενημερωθεί εάν χρειάζεται θεραπεία στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, προκειμένου να αποφευχθεί η παραγωγή αντισωμάτων anti-D.

Σάκχαρο

Η επίπτωση του σακχαρώδους διαβήτη της κύησης έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω της αυξημένης επίπτωσης της παχυσαρκίας στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, όσο και της μεγαλύτερης ηλικίας κατα την οποία περισσότερες γυναίκες τεκνοποιούν. Σύμφωνα με τα καινούρια κριτήρια διάγνωσης και πρόληψης, κάθε γυναίκα πρέπει να ελέγχεται στο πρώτο τρίμηνο της κύησης με έλεγχο σακχάρου νηστείας (ή γλυκοσυλιωμένης αιμοσφαιρίνης).

Εάν το σάκχαρο νηστείας είναι >92 mg/dl (σε δύο διαφορετικές μετρήσεις) στον πρώτο έλεγχο μετά την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης, η έγκυος θεωρείται ότι πάσχει από σαχκαρώδη διαβήτη και πρέπει να συμβουλευτεί άμεσα ενδοκρινολόγο για την έναρξη κατάλληλης αγωγής.

Εάν το σάχκαρο είναι φυσιολογικό στις πρώτες εξετάσεις, γίνεται επανέλεγχος μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης. H διάγνωση γίνεται με την «καμπύλη σακχάρου», η οποία αφορά την μέτρηση του σακχάρου πριν και μετά την πόση ενός υγρού με μεγάλη περιεκτικότητα σε γλυκόζη, συνήθως 75 ή 100 γραμμαρίων.

Αν διαγνωσθεί διαβήτης κύησης θα πρέπει η έγκυος να δει άμεσα Ενδοκρινολόγο για να ξεκινήσει ένα κατάλληλο πρόγραμμα διατροφής, ελαφράς άσκησης και καθημερινής παρακολούθησης του σακχάρου για τη διατήρηση του σε συγκεκριμένα όρια. Το αυξημένο σάκχαρο στις γυναίκες με διαβήτη κυήσεως μπορεί να επηρεάσει και τη μητέρα αλλά και το μωρό.

Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις στo μωρό είναι:

  • Μεγάλη αύξηση του βάρους του νεογνού (σε σχέση με την εβδομάδα κύησης). Τα επίπεδα σακχάρου της μητέρας έχουν άμεση συσχέτιση με το βάρος του μωρού. Μεγαλό ρόλο όμως στο βάρος του εμβρύου παίζει και το βάρος της μητέρας.
  • Τα μεγάλα έμβρυα έχουν αυξημένο κίνδυνο για τραυματισμό και ασφυξία κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού τοκετού γι’αυτό και συχνά γίνεται επιλεκτική καισαρική τομή.
  • Υπογλυκαιμία αμέσως μετά τη γέννηση (λόγω της υπερπαραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας του νεογνού).
  • Ίκτερος και αναπνευστική δυσχέρεια, χαμηλό ασβέστιο και μαγνήσιο αν ο διαβήτης είναι ανεξέλεγκτος.
  • Αυξημένη συχνότητα ενδομήτριου και νεογνικού θανάτου σε αρρύθμιστο διαβήτη.
  • Αυξημένος κίνδυνος για παιδική και εφηβική παχυσαρκία και ανάπτυξη διαβήτη στην ενήλικο ζωή.

Ουρία

Ο προσδιορισμός της ουρίας στο αίμα είναι μία εξέταση αίματος, που μαζί με τον προσδιορισμό της κρεατινίνης χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της λειτουργίας των νεφρών. Η ουρία σχηματίζεται στο ήπαρ από τη διάσπαση των πρωτεϊνών. Στη συνέχεια, περνάει στην κυκλοφορία του αίματος και αποβάλλεται από το σώμα μέσω των νεφρών. Εάν τα νεφρά δεν λειτουργούν σωστά ή ο οργανισμός χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες πρωτεΐνης, τα επίπεδα της ουρίας στο αίμα αυξάνονται. Αν υπάρχει σοβαρή ηπατική νόσος, έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή μείωση της ουρίας στο αίμα.

Γενική ούρων

Με την εξέταση αυτή λαμβάνονται με ευκολία πολλές πληροφορίες που αφορούν τόσο σε ασθένειες του ουροποιητικού συστήματος όσο και στη γενική κατάσταση του οργανισμού. Ακριβώς για αυτό, είναι πολύ χρήσιμο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης να επαναλαμβάνεται αυτή η εξέταση κάθε μήνα. Για να πραγματοποιήσετε αυτή την εξέταση, αρκεί να μεταφέρετε σε ένα εργαστήριο ένα δείγμα ούρων που έχουν συλλεχθεί με διάφορους τρόπους και ποικίλλουν ανάλογα με το τί θέλει να εκτιμήσει ο γιατρός σας.

Τα πιο σημαντικά πράγματα που ενδιαφέρουν έναν γυναικολόγο αρχικά είναι: το λεύκωμα, το σάκχαρο και τα λευκοκύτταρα.

Ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης

Η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης της μεσογειακής αναιμίας στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, επιβάλλει την ηλεκτροφόρηση της αιμοσφαιρίνης σ’ όλες τις έγκυες κατά την πρώτη επίσκεψή τους στο μαιευτήρα. Στη περίπτωση που οι δύο γονείς φέρουν το στίγμα, η πιθανότητα το έμβρυο να πάσχει από την ομόζυγη μορφή της νόσου είναι 25%, να είναι υγιές είναι 25% και να φέρει το στίγμα είναι 50%. Σε έγκυες όπου γίνεται η διάγνωση της ετερόζυγης μορφής με ηλεκτροφόρηση προτείνεται η έναρξη χορήγησης 5 mg φυλλικού οξέος την ημέρα. Επίσης, σε ασθενείς με βεβαιωμένη ανεπάρκεια σιδήρου, θα πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα φεριτίνης και να χορηγούνται σιδηρούχα σκευάσματα από το στόμα. Οταν η θεραπεία της αναιμίας με σίδηρο ή φυλλικό οξύ αποτυγχάνει, μπορεί να γίνει μετάγγιση αίματος για να έχουμε ικανοποιητικά επίπεδα αιμοσφαιρίνης. Επίσης, η θεραπεία στη εγκυμοσύνη, σε ασθενείς με μείζονα ή ενδιάμεση μορφή θαλασσαιμία, περιλαμβάνει τις συχνές μεταγγίσεις αίματος για να διατηρηθούν τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης πάνω από 10 g/dL και επιβάλλεται η χορήγηση 5-10 mg φυλλικού οξέος ημερησίως, ενώ υπάρχει αντένδειξη στη χορήγηση σιδηρούχων σκευασμάτων.

Μέτρηση του κλάσματος Α2 της αιμοσφαιρίνης

Η εξέταση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) σας δίνει πληροφορίες για το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα (το λεγόμενο “ζάχαρο” του αίματος). Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μετρά την ποσότητα της γλυκόζης που συνδέεται στην αιμοσφαιρίνη (μια πρωτεϊνη που μεταφέρει το οξυγόνο στο αίμα) και παρουσιάζει μια μέση εικόνα του επιπέδου της γλυκόζης στο αίμα σας τις προηγούμενες 6-8 εβδομάδες.

Η εξέταση γίνεται με αίμα από το βραχίονα ή το δάχτυλο σας. Το δείγμα αναλύεται στη συνέχεια σε εργαστήριο. Η εξέταση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης δεν επηρεάζεται από ό,τι φάγατε και ήπιατε τις τελευταίες μέρες.

Σίδηρος ορού αίματος
Φερριτίνη ορού
Τοξόπλασμα (Toxo-IgG & Toxo-IgM)
Κυτταρομεγαλοϊός (CMV-IgG & CMV-IgM)
Ερυθρά (Rubella-IgG & Rubella-IgM)
Ηπατίτιδα Β – αυστραλιανό αντιγόνο (HBsAg)
Ηπατίτιδα C (HCV)
Ιός AIDS (HIV 1+2)
Ορμόνη θυρεοειδούς T4
Ορμόνη θυρεοειδούς TSH

Οι παραπάνω εξετάσεις πραγματοποιούνται με δείγμα αίματος ή ούρων της εγκύου.