ΚΑΡΔΙΟΓΕΝΕΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

  • Σχετικά κοινά νοσήματα, με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα
  • Ο μέχρι τώρα γενετικός έλεγχος ήταν επιλεκτικός και ατελής, συχνά χωρίς κατάληξη
  • Ο πλήρης και μαζικός γενωμικός έλεγχος όλων των γονιδίων, που σήμερα γνωρίζουμε ότι συνδέονται με
    καρδιογενετικά νοσήματα, οδηγεί με ένα μόνο βήμα στην επιτυχή διάγνωση κι αντιμετώπιση

Κατηγορίες καρδιογενετικών νοσημάτων

Οι καρδιομυοπάθειες, δηλαδή οι παθήσεις των καρδιακών μυών, αποτελούν μια σχετικά κοινή αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας, που είναι συχνή αιτία θανάτου στις περισσότερες κοινωνίες.

Υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί τύποι καρδιομυοπαθειών, πολλές από τις οποίες μπορεί να έχουν μια κληρονομική/γενετική αιτία.

Οι δύο κύριοι τύποι είναι η διατατική καρδιομυοπάθεια (dilated cardiomyopathy – DCM) και η υπερτροφική καρδιομυοπάθεια (hypertrophic cardiomyopathy – HCM).

Πολλές διαφορετικές γενετικές αιτίες των μυοκαρδιοπαθειών έχουν ανακαλυφθεί και ο προσδιορισμός της υποκείμενης γενετικής αιτίας μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις σχετικά με την ιατρική διαχείριση του πάσχοντα αλλά και τις επιλογές προληπτικού ελέγχου άλλων μελών της οικογένειας.

Γενικά, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο προσωπικό και οικογενειακό ιστορικό πριν συσταθεί η εφαρμογή της γενωμικής ανάλυσης για μυοκαρδιοπάθειες σε ένα μεμονωμένο ασθενή ή στην οικογένεια.

Αντίστοιχα, οι καρδιακές αρρυθμίες είναι παγκοσμίως μια από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας.

Οι συγγενείς καρδιακές αρρυθμίες αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα από καρδιακές διαταραχές που προκύπτουν από αλλοιώσεις στις ηλεκτρο-φυσιολογικές ιδιότητες της καρδιάς.

Συγκεκριμένα, η συντονισμένη καρδιακή δραστηριότητα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το συγχρονισμένο και διαδοχικό άνοιγμα και κλείσιμο διαύλων ιόντων σε απόκριση προς το ηλεκτρικό δυναμικό και μεταδίδει το δυναμικό δράσης σε κάθε διαμέρισμα της καρδιάς.

Παράλληλα, ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος (Sudden Cardiac Death) ή o αιφνίδιος θάνατος άγνωστης αιτιολογίας είναι επίσης βασική αιτία θνησιμότητας, που επηρεάζει όλες τις ηλικίες

Η βασική αιτία αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε άτομα μεγαλύτερα των 45 ετών οφείλεται κυρίως στην αθηροσκληρωτική στεφανιαία νόσο. Ωστόσο, σε άτομα <45 ετών, γενετικές και κληρονομικές βλάβες σε συγκεκριμένα γονίδια συνδέονται με την πάθηση σε ποσοστό μέχρι και 80% των οικογενειών. Οι πιο κοινές κατηγορίες στους νέους περιλαμβάνουν τις μυοκαρδιοπάθειες (π.χ. υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια) και τις διαταραχές της ηλεκτρο-φυσιολογίας (π.χ. σύνδρομα Long-QT).

Η γενετική βάση των καρδιογενετικών νοσημάτων

Ο καθορισμός της γενετικής αιτίας στις καρδιομυοπάθειες μπορεί να είναι σύνθετη. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά γονίδια και πολλές διαφορετικές μεταλλάξεις που εμπλέκονται στην κληρονομική προδιάθεση για καρδιομυοπάθεια. Για παράδειγμα, τουλάχιστον 19 γονίδια έχουν ενοχοποιηθεί τόσο για HCM όσο και DCM και μπορεί ένα άτομο που φαινομενικά πάσχει από HCM να μη είναι δυνατό να διαγνωστεί με καρδιακή νόσο μέχρις ότου η ασθένεια είναι πολύ προχωρημένη και εκφραστεί τελικά ως DCM. Παρά το γεγονός ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν σαφώς στην αρρυθμογένεση, οικογενειακές και πληθυσμιακές μελέτες έχουν αποδείξει την ύπαρξη γενετικής αιτιολογίας. Για παράδειγμα, μεταλλάξεις σε >20 γονίδια, που κωδικοποιούν και ρυθμίζουν ειδικά κανάλια-διαύλους ιόντων, συνδέονται με διάφορες μορφές αρρυθμιογόνων διαταραχών, που συμβαίνουν σε μια κατά τα άλλα δομικά φυσιολογική καρδιά.

Μια τέτοια πάθηση είναι για παράδειγμα το σύνδρομο Brugada (BRS), που συνδέεται με μεταλλάξεις σε τουλάχιστο 7 διαφορετικά γονίδια και χαρακτηρίζεται από αυξημένο κίνδυνο θανατηφόρων κοιλιακών αρρυθμιών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα σύνδρομα Short QT (SQTS), που συνδέονται με μεταλλάξεις σε περίπου 12 διαφορετικά γονίδια, που κωδικοποιούν για διαύλους ιόντων και χαρακτηρίζονται από έναν αυξημένο κίνδυνο πιθανώς θανατηφόρων αρρυθμιών.

Τρόπος κληρονομικότητας των καρδιογενετικών νοσημάτων

Γενικά, η πλειοψηφία των καρδιογενετικών νοσημάτων εκδηλώνονται και κληρονομούνται με τον αυτοσωματικό επικρατή τρόπο, που σημαίνει ότι άτομα με μετάλλαξη σε ένα μόνο από τα δυο αντίγραφα κάποιου γονιδίου έχουν ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν κι όλοι οι πρώτου βαθμού συγγενείς ενός νεαρού ασθενούς έχουν 50% κίνδυνο να κληρονομήσουν την ασθένεια.

Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι διαφορετικές μεταλλάξεις στο ίδιο γονίδιο μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση διαφορετικού τύπου καρδιογενετικού νοσήματος.

Γιατί είναι χρήσιμος ο γενωμικός έλεγχος των καρδιογενετικών νοσημάτων;

Οι μέχρι σήμερα διαθέσιμες επιλογές γενετικού ελέγχου καρδιογενετικών νοσημάτων ήταν εξαιρετικά αργές (μήνες ή χρόνια) κι ελλιπείς (έλεγχος μόνο για λίγα γονίδια), με αποτέλεσμα οι γενετικές αιτίες – μεταλλάξεις συχνά να μην αναγνωρίζονται σε ασθενείς με συγγενείς και κληρονομικές παθήσεις της καρδιάς.

Στο βαθμό λοιπόν που ο μέχρι σήμερα γενετικός έλεγχος ήταν επιλεκτικός, ατελής και συχνά δαπανηρός, ο μαζικός έλεγχος όλων των γνωστών γονιδίων σήμερα οδηγεί με ένα μόνο βήμα στην επιτυχή κι οριστική διάγνωση.

Η αποκάλυψη της παθολογικής μετάλλαξης έχει μεγάλη σημασία για την γενετική συμβουλευτική των ασθενών και των οικογενειών, διευκολύνοντας τη διάγνωση σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο.

Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις η ακριβής γνώση της γενετικής βλάβης οδηγεί στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των συμπτωμάτων καθώς και στον προσδιορισμό της δέουσας εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής ή θεραπείας.

Εξετάσεις της ενότητας